περιγελαστικός

περιγελαστικός
-ή, -ό, Ν [περιγελαστής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιγελαστή ή στο περιγέλασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιγελαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο περιγέλασμα ή στον περιγελαστή: Περιγελαστικά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παικτικός — παικτικός, ή, όν (Α) [παικτός] 1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια 2. περιπαικτικός, περιγελαστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόν η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα. επίρρ... παικτικῶς (Μ) αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”